-
1 πίσω
επίρρ.1) сзади, позади;πίσω στη γωνιά — за углом;
πίσω από — и από πίσω — за, сзади, позади; — следом;
προς τα πίσω — назад;
μένω ( — или πάω) πίσω — отставать;
σαν το σκυλί πάει πίσω του — ходит за ним, как собака;
2) назад, обратно;κάνω πίσω — отступать;
πηγαίνω μπρος και πίσω — ходить взад и вперёд;
ούτε μπρος ούτε πίσω — ни взад ни вперёд;
γυρίζω πίσω — а) возвращать;
γυρίζω πίσω το βιβλίο — возвращать книгу; — б) возвращаться;
παίρνω πίσω τα λόγια μου — брать обратно свои слова;
δίνω ( — или γυρίζω) πίσω κάτι — отдавать обратно что-л.;
3) опять, снова, ещё, ещё раз;πίσω τα ίδια — опять то же самое;
§ η πίσω μεριά — или τό πίσω μέρος — а) задняя часть; — б) обратная сторона;
τό ρολόι πάει πίσω — часы отстают;
λέω πίσω από κάποιον — говорить о ком-л. за его спиной;
μπρος φίλος και πίσω σκύλος — погов, в глаза ласкает, а за глаза лает; — спереди лижет, а сзади царапает
-
2 αμπέλι(ον)
-
3 αμπέλι(ον)
См. также в других словарях:
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek